ειλικρινά !

ειλικρινά !
иcкрено кажано

Грчко-македонскиот речник (Έλληνες-Μακεδονική λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Elli Kokkinou — Infobox musical artist 2 Name = Elli Kokkinou el. Έλλη Κοκκίνου Img capt = Elli Kokkinou in 2005 Background = solo singer Born = birth date and age|1970|7|24 Athens, Greece Died = Origin = Athens, Greece Genre = Modern Laika, Pop, dance Years… …   Wikipedia

  • Mia Nihta Zoriki — Μια νύχτα ζόρικη Studio album by Paschalis Terzis Released November …   Wikipedia

  • Elli Kokkinou — (griechisch Έλλη Κοκκίνου; * 24. Juli 1970 in Athen) ist eine der bekanntesten griechischen Pop Folk und Modern Laika Sängerinnen. Inhaltsverzeichnis …   Deutsch Wikipedia

  • αγοήτευτος — η, ο (AM ἀγοήτευτος, ον) [γοητεύω] αυτός που δεν γοητεύτηκε ή δεν μπορεί να γοητευτεί από κάτι, άθελκτος, αδελέαστος αρχ. (το επίρρ.) ἀγοητεύτως άδολα, ειλικρινά …   Dictionary of Greek

  • αληθής — Ο αληθινός, ο ακριβής, ο σωστός, ο αδιάψευστος, ο βέβαιος, ο πραγματικός, ο φανερός. Στην αρχαία ελληνική, ο φιλαλήθης, ο ειλικρινής. (Αστρον.)Ο όρος α. χρησιμοποιείται συχνά στην αστρονομία για διάφορους χαρακτηρισμούς: α. άξονας περιστροφής της …   Dictionary of Greek

  • αληθινός — ή, ό (AM ἀληθινός, ή, όν) 1. ο σύμφωνος με την αλήθεια, αψευδής, ακριβής, πραγματικός 2. (για πρόσωπα ή αφηρημένες έννοιες) φιλαλήθης, ειλικρινής, ανυστερόβουλος, αξιόπιστος 3. (για πρόσωπα) ευθύς, σωστός, αρμοστός 4. (για πράγματα) πραγματικός,… …   Dictionary of Greek

  • αληθουργής — ἀληθουργής, ὲς (Α) αυτός που ενεργεί αληθινά, ειλικρινά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀληθὴς + ουργὴς < ἔργον] …   Dictionary of Greek

  • απλοΐζομαι — ἀπλοΐζομαι (Α) συμπεριφέρομαι απλά, ειλικρινά προς τους φίλους …   Dictionary of Greek

  • απλώς — και απλά (AM ἁπλῶς) επίρρ. απλά, φυσικά, απονήρευτα αρχ. 1. κατά ένα και μόνο τρόπο 2. αφελώς, χωρίς επιτήδευση, ειλικρινά, καθαρά 3. απόλυτα, ανεξαίρετα …   Dictionary of Greek

  • βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ …   Dictionary of Greek

  • κατευορκώ — κατευορκῶ, έω (Α) (επιτ. τ. τού ευορκώ*) ορκίζομαι ειλικρινά, ορθά, σε αντιδιαστολή με το επιορκώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εὐορκῶ «δίνω ειλικρινή όρκο»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”